- μαδαρότης
- μᾰδᾰρ-ότης, ητος, ἡ,A baldness, Hp.Hum.1, cf. Gal.16.88; falling off of the eyelashes, Id.14.767.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαδαρότης — μαδαρότης, ητος, ἡ (Α) [μαδαρός] 1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα 2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων … Dictionary of Greek
μαδαρότης — baldness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαρότητι — μαδαρότης baldness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)